- αρχαιοπώλης
- Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ).
Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και στις άλλες μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, πλήρωναν πολύ υψηλές τιμές για τα γλυπτά και τα έργα ζωγραφικής μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών της κλασικής περιόδου (5ος και 4ος αι. π.Χ.). Επειδή δεν ήταν πάντα δυνατόν να πωλούνται πρωτότυπα έργα, δημιουργήθηκαν δεκάδες αντίγραφα, που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε χαμένα αριστουργήματα.
Κατά τον Μεσαίωνα, η γοητεία που ασκούσε η αρχαία γλυπτική δεν εξαφανίστηκε. Ο Φρειδερίκος B’, για παράδειγμα, έδωσε άδειες σε ιδιώτες να κάνουν ανασκαφές σε αρχαιολογικούς χώρους. Ιδιαίτερα περιζήτητα ήταν τα λατινικά και ελληνικά χειρόγραφα, όχι μόνο για τα κείμενα που περιείχαν αλλά και για τις εικονογραφήσεις τους που τις αντέγραφαν και τις απομιμούνταν στις βασιλικές αυλές και στα μοναστήρια.
Όταν στην Αναγέννηση το ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα έγινε ζωηρότερο και άρχισαν να ιδρύονται μεγάλες βιβλιοθήκες (όπως του Βατικανού στη Ρώμη, των Μεδίκων στη Φλωρεντία κλπ.), η αναζήτηση κωδίκων έλαβε αγωνιώδη χαρακτήρα. Φιλάρχαιοι Ευρωπαίοι ηγεμόνες, συλλέκτες και ιδρύματα οργάνωσαν συστηματικές αποστολές στην Ανατολή και την Κωνσταντινούπολη (που διατηρούσε άθικτη, περισσότερο από την παρακμασμένη Ρώμη, την αρχαία κληρονομιά), ερεύνησαν τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών και μετέφεραν στη Δύση μεγάλο αριθμό χειρογράφων.
Η καταπληκτική αρχαία γλυπτική συγκέντρωσε για αιώνες το ενδιαφέρον των συλλεκτών και συνεπώς των εμπόρων. Στη Ρώμη υπήρχαν άφθονα αγάλματα που είχαν εγκαταλειφθεί ανάμεσα στα ερείπια ή ήταν θαμμένα κάτω από αυτά. Ενώ τον 15o αι. τα αγάλματα προκαλούσαν ακόμα τον φόβο (σαν διαβολικά είδωλα) ή την περιφρόνηση λόγω άγνοιας (τα ασβεστοποιούσαν), στον 16ο αι. αναγνωρίστηκε πλήρως η αξία τους και άρχισε η αναζήτησή τους με ανασκαφές που έγιναν ειδικά γι’ αυτά. Με τις εξαιρετικά υψηλές τιμές στις οποίες είχαν φτάσει τα έργα αυτά, δημιουργήθηκε ζωηρότατο εξαγωγικό εμπόριο, σε βαθμό μάλιστα που πολλές φορές οι τοπικές αρχές αναγκάστηκαν να θεσπίσουν, ήδη από το 1624, νόμους για την απαγόρευση εξαγωγής αγαλμάτων, αναγλύφων, μεταλλίων, επιγραφών, κοσμημάτων κλπ.
Η μεγάλη φήμη που απέκτησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης, προκάλεσε ταυτόχρονα εμπόριο ζωγραφικών έργων και γλυπτών, που τα αγόραζαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι ή μεσάζοντες μεταξύ των οποίων υπήρχαν μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως o Τζούλιο Poμάνο, ο Πίτερ Πάουλ Ρούμπενς ή ο Ντιέγκο Βελάσκεθ. Αργότερα, όταν έγιναν συχνότερες οι επαφές με τις άλλες ηπείρους, άρχισε να επεκτείνεται πολύ η δημιουργία συλλογών παλαιών έργων τέχνης με συνέπεια και το εμπόριο αρχαιοτήτων να αναπτύχθεί σημαντικά. Μεγάλο ενδιαφέρον προκάλεσαν τεχνουργήματα από χρυσό ή από φτερά των αμερικανικών λαών, τα δουλεμένα μέταλλα από τις χώρες του Ισλάμ και τα αντικείμενα της Άπω Ανατολής, τα οποία όμως έγιναν πολύ της μόδας μόνο τον 18ο αι., όταν άρχισαν να τα απομιμούνται και στην Ευρώπη (πορσελάνες, λάκες).
Στα μέσα του 18ου αι. η μανία δημιουργίας συλλογών περιοριζόταν στις αριστοκρατικές οικογένειες που χρησιμοποιούσαν περισσότερο μεσάζοντες παρά πραγματικούς εμπόρους. Μόνο με τη συγκρότηση της αστικής κοινωνίας και την κρίση που έπληξε τις αριστοκρατικές οικογένειες γεννήθηκε η μορφή του σύγχρονου α. που έχει δικό του κατάστημα ή συμμετέχει σε δημοπρασίες, στις οποίες τα αντικείμενα που ανήκαν σε εξέχουσες προσωπικότητες πωλούνταν δημόσια με κήρυκα, o οποίος τα κατακύρωνε σε αυτούς που προσέφεραν τα περισσότερα. Από το τέλος του 18ου αι., το Λονδίνο και το Παρίσι έγιναν μεγάλα κέντρα εμπορίου αρχαίων αντικειμένων, από τα οποία πέρασαν, μαζί με τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της ιταλικής Αναγέννησης, οι νεκρές φύσεις και τα μπαρόκ τοπία, οι χαλκογραφίες, οι ξυλογραφίες και τα σχέδια, καθώς και οι μικρογραφίες, οι πορσελάνες και οι μπρούντζοι.
Ο ρομαντισμός προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη επέκταση του εμπορίου αυτού στρέφοντας το ενδιαφέρον προς τους πριμιτίβ, δηλαδή προς τους ζωγράφους του γοτθικού στιλ και της πρώτης περιόδου της Αναγέννησης, των οποίων έγινε κριτική επανεκτίμηση από τον Τζον Ράσκιν (1819-1900) και προς όλες ή σχεδόν όλες τις μορφές της μεσαιωνικής χειροτεχνίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα όπλα, τα χρυσαφικά και τα ασημικά, καθώς και τα προϊόντα από γυαλί, ύφασμα, σμάλτο κλπ. Άρχισε έτσι η μεγάλη λεηλασία των καλλιτεχνικών θησαυρών που βρίσκονταν φυλαγμένοι στα μέγαρα των ευγενών και στις εκκλησίες που έως τότε είχαν παραμεληθεί. Ένας από τους μεγαλύτερους ειδήμονες, ο Μπέρναρντ Μπέρενσον, και ένας από τους ικανότερους εμπόρους, ο Ντιβίν, δημιούργησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μεγάλες ιδιωτικές συλλογές, πολλές από τις οποίες έγιναν αργότερα περίφημα δημόσια μουσεία. Αλλά και τα μεγάλα κρατικά μουσεία του Βερολίνου, του Λονδίνου, ακόμα και του Λούβρου, εξυπηρέτησαν το εμπόριο των παλαιών αντικειμένων, το οποίο αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικό στο να παρακολουθεί και κάποτε να προηγείται από τις αρχαιολογικές και πολιτιστικές ανακαλύψεις, αποκτώντας π.χ. αντικείμενα μεγάλης αξίας της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας και ολόκληρους κύκλους ρομανικών τοιχογραφιών αποσπασμένων από τοίχους. Ακόμα και ολόκληρα οικοδομήματα τα διέλυσαν και τα μετέφεραν αλλού, με τρόπο που ανάγκασε σχεδόν όλα τα κράτη να καταρτίσουν αυστηρή προστατευτική νομοθεσία, που να εμποδίζει την ιδιοποίηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς και των αρχαιολογικών θησαυρών που υπήρχαν στο υπέδαφος.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τους α. να ανατιμήσουν τα εθνογραφικά και λαϊκά χειροτεχνήματα που τους ήταν δυσκολότερο να προμηθευτούν. Υπάρχουν όμως και μεγάλα αριστουργήματα που βρίσκονται ακόμα στην κατοχή ιδιωτών. Οι περίφημοι οίκοι πώλησης έργων τέχνης του Λονδίνου (Κρίστις, Σόθμπι), του Παρισιού (Οτέλ Ντρουό, που ιδρύθηκε από το 1854), του Άμστερνταμ και της Νέας Υόρκης εκθέτουν κάθε τόσο στις αίθουσές τους σειρές καλλιτεχνικών θησαυρών, που αποτελούν αυθεντική ανακεφαλαίωση σε μικρογραφία ολόκληρης της ιστορίας της τέχνης.
Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων παρακολουθεί την εκάστοτε αισθητική. Αυτός είναι o λόγος για τον οποίο οι τιμές που προσφέρονται για τα έργα των πριμιτίβ ή των ιμπρεσιονιστών, είναι πολύ υψηλότερες από τις τιμές των έργων καλλιτεχνών που άλλοτε τους είχαν σε μεγάλη υπόληψη, ακόμα και μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης· αλλά και επιπλέον επειδή το εμπόριο των αρχαίων αντικειμένων ανταποκρίνεται και σε πολύπλοκες πρακτικές απαιτήσεις συλλογών.
Η σύγχρονη αρχιτεκτονική, ύστερα από μια σύντομη περίοδο διαφωνιών, εκτίμησε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη διακοσμητική αξία του αρχαίου αντικειμένου. Ακόμα και το εμπόριο μπορεί να προμηθεύει ατελείωτη ποικιλία αντικειμένων που να ικανοποιούν κάθε επιθυμία, κάποτε μάλιστα και σε χαμηλότερη τιμή από την τιμή των απομιμήσεων και των πλαστών.
Πέρα από τις οποιεσδήποτε αισθητικές αναζητήσεις του αγοραστή, το εμπόριο των αρχαίων αντικειμένων αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια σημαντική μορφή οικονομικής επένδυσης και οι διακυμάνσεις στις τιμές των έργων θυμίζουν πολλές φορές ανάλογες διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου.
Το 1726 ο αρχαιοπώλης Ζερσέν παρήγγειλε στον Βατό για το κατάστημά του αυτόν τον πίνακα-έμβλημα, όπου απεικονίζεται το εσωτερικό του καταστήματος με χαριτωμένη φυσικότητα (Μέγαρο Σαρλότενμπουργκ, Βερολίνο).
Το εμπόριο των παλαιών αντικειμένων τέχνης, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από τον 18ο αι. και ύστερα, γνωρίζει σήμερα εξαιρετική άνθηση.
* * *ο (θηλ. -πώλις, η)ο έμπορος αρχαιοτήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πώλης < πωλώ (-έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Ε. Κοντολέοντα].
Dictionary of Greek. 2013.